- λινοπλυτής
- λῐνο-πλῠτής, οῦ, ὁ,A flax-washer, flax-soaker, prob. in Aët.8.16 (λινοπλήτων gen. pl., codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λινοπλυτής — λινοπλυτής, ὁ (Α) αυτός που πλένει, που βρέχει το λίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πλυτής (< πλύνω)] … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek